ολοφύρομαι

ολοφύρομαι
(Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ' ἅμα πάντες ἕποντο πολλ' ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων, συμπάσχω, ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι
2. ικετεύω με δάκρυα και οδυρμούς («καί μοι δὸς τὴν χειρ' ὀλοφύρομαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὀλοφύρομαι, ὀλόφυς / ὄλοφυς, ὀλοφυδνός ανήκουν στην ίδια οικογένεια αλλά δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ποια από αυτές είναι η πρωτόθετη λ. Το ρ. ὀλοφύρομαι μπορεί να έχει σχηματιστεί αναλογικά προς άλλα ρήματα ανάλογης σημ. (πρβλ. μινύρομαι, μύρομαι, οδύρομαι) και επομένως δεν θεωρείται απαραίτητη η αναγωγή του σε αμάρτυρο επίθ. *ὀλοφυρός. Ο τ. ὀλόφυς / ὄλοφυς, κατά μία άποψη, αποτελεί υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀλοφύρομαι, ενώ, κατ' άλλη άποψη, έχει προέλθει από αμάρτυρο *ὄλοφος αναλογικά προς το ὀϊζ-ύς «αθλιότητα, δυστυχία». Το *ὄλοφος, εξάλλου, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *ὄλφος (πρβλ. αρμ. otb, λιθουαν. ulbuoti «φωνάζω, τραγουδώ») με ανάπτυξη -ο- αναλογικά προς το ὀλολύζω. Τέλος, το επίθ. ὀλοφυδνός είναι υστερογενής σχημ. με κατάλ. -δνος, κατά τα ἀλαπαδνός, σμερδνός (πρβλ. γοεδνός: γοερός). Η οικογένεια τού ὀλοφύρομαι διαφέρει από το ρ. ὀλολύζω και τα παράγωγά του, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για κραυγές χαράς και όχι πόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀλοφύρομαι — ὀλοφύ̱ρομαι , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 1st sg (epic) ὀλοφύ̱ρομαι , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλοφύρατο — ὀλοφύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) ὠλοφύ̱ρατο , ὀλοφύρομαι lament aor ind mp 3rd sg ὀλοφύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρῇ — ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 3rd sg ὀλοφῠρῇ , ὀλοφύρομαι lament fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρθείς — ὀλοφύρομαι lament aor part mp masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρόμεθ' — ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 1st pl (epic) ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 1st pl ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφυρόμεθα — ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 1st pl (epic) ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 1st pl ὀλοφῡρόμεθα , ὀλοφύρομαι lament imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφύρεαι — ὀλοφύ̆ρεαι , ὀλοφύρομαι lament fut ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀλοφύ̱ρεαι , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 2nd sg (epic) ὀλοφύ̱ρεαι , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφύρεσθε — ὀλοφύ̱ρεσθε , ὀλοφύρομαι lament pres imperat mp 2nd pl ὀλοφύ̱ρεσθε , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 2nd pl ὀλοφύ̱ρεσθε , ὀλοφύρομαι lament imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοφύρῃ — ὀλοφύ̱ρῃ , ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 2nd sg ὀλοφύ̱ρῃ , ὀλοφύρομαι lament pres subj mp 2nd sg ὀλοφύ̱ρῃ , ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προολοφύρεται — προολοφύ̱ρεται , πρό ὀλοφύρομαι lament aor subj mp 3rd sg (epic) προολοφύ̱ρεται , πρό ὀλοφύρομαι lament pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”